παραμάζωμα

παραμάζωμα
το
φόρα, ορμή («πήρε παραμάζωμα και πήδησε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάζωμα — Οικισμός (15 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρεβέζης. * * * το (Μ μάζωμα) [μαζώνω] το μάζεμα νεοελλ. παλμός, φόρα, αλλ. παραμάζωμα («πήρα μάζωμα και πήδησα το ρυάκι») μσν. 1. περισυλλογή 2. πλήθος 3. (ως πρόθ.) μαζί με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”